Θεάνθρωπος

Θεάνθρωπος
ο
αυτός που έχει θεϊκή και ανθρώπινη φύση: Η γέννηση του Θεανθρώπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεάνθρωπος — ο (AM θεάνθρωπος) (επίθ. τού Ιησού) αυτός που συνδυάζει τη φύση θεού και ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο) + άνθρωπος (< άνθρωπος), πρβλ. υπερ άνθρωπος, χιον άνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • Christus — (d. i. Gesalbter), der griechische, mit dem hebräischen Messias gleichbedeutende Bei u. Ehrenname Jesu, des Stifters der christlichen Religion. I. Die Geschichte seines Lebens u. Wirkens nach den historischen Büchern des N. T.: A) Abstammung u.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Gottmensch, der — Der Gottmênsch, des en, plur. inus. in der Theologie, eine Benennung Christi, die in ihm zu Einer Person vereinigte göttliche und menschliche Natur zu bezeichnen; Griech. Θεανθρωπος …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • Jesus Christus — »Da der göttliche Herr und Meister einmal seyn« (Joh. 12, 26), so glaubten wir diesen Ausspruch auch umkehren und sagen zu dürfen: »Wo Seine Diener, Seine Heiligen sind, da soll auch Er seyn, – ER, die Urquelle aller Gnade und Heiligkeit, das… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • ХРИСТОЛОГИЯ —     ХРИСТОЛОГИЯ (от греч. Χρίστος Христос и λόγος учение) учение о Христе, богословское истолкование личности и жизни евангельского Иисуса из Назарета. В истории христианской мысли существует множество христологических доктрин, которые… …   Философская энциклопедия

  • Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • θέανδρος — ο (AM θέανδρος) θεάνθρωπος, αυτός που έχει ενωμένες και τη θεία και την ανθρώπινη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ανδρος (< ανήρ). πρβλ. νέ ανδρος, φίλ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • θεανδρίτης — θεανδρίτης, ὁ (Μ) [θέανδρος] θέανδρος, θεάνθρωπος, θεός και άνθρωπος συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”